- αλατουργός
- οαυτός που ασχολείται με την παρασκευή ή την κατεργασία τού αλατιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλας -ατος + -ουργός < έργον.ΠΑΡ. νεοελλ. αλατουργείο, αλατουργία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek
αλατουργία — η [αλατουργός] παρασκευή ή κατεργασία τού αλατιού … Dictionary of Greek
αλατουργείο — το [αλατουργός] τόπος παρασκευής ή κατεργασίας τού αλατιού … Dictionary of Greek